κατομβρούμαι

κατομβρούμαι
κατομβροῡμαι, -έομαι (Α)
1. υγραίνομαι από το νερό τής βροχής, βρέχομαι («κεράμῳ δ' οὐ χρῶνται
οὐδὲ γὰρ κατομβροῡνται», Στράβ.)
2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀμβροῦμαι «βρέχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατομβρίζομαι — (Μ) 1. κατομβρούμαι* («ἐν τοῑς συνεχῶς κατομβριζομένοις», Γεωπ.) 2. βρέχω, ρίχνω βροχή 3. (το ενεργ.) κατομβρίζω ραίνω, ραντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβρίζω / ομαι «βρέχω» (< ὄμβρος «βροχή»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”